Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

«Αυτά συμβαίνουν μόνο στο σινεμά»

Η ταινία «Deux jours, une nuit» δηλαδή «Δυο ημέρες μια νύχτα» είναι μια ταινία των αδερφών Dardenne. Διπλά βραβευμένοι με Χρυσό Φοίνικα (Rosetta το 1999 και L’Enfant το 2005). Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε 3 μέρες. Όσες έχει στη διάθεση της  η Marion Cotillard για να πείσει τους συναδέλφους της να μην χάσει τη δουλειά της. Το δίλλημα είναι απλό και μπήκε από το αφεντικό της. Η δουλειά μπορεί να βγει με 16 άτομα οπότε η Marion Cotillard περισσεύει ως 17η. Όμως, της δίνει ακόμη μια ευκαιρία να επιστρέψει στη δουλειά της- μετά από αναρρωτική άδεια λόγω θεραπείας της για κατάθλιψη- αρκεί να μην πάρουν οι συνάδελφοι της 1000 ευρώ ο καθένας ως πριμ. Η κατάσταση της οικονομίας δεν επιτρέπει ανοίγματα για την εταιρία, οπότε κάτι πρέπει να θυσιάσουν οι εργαζόμενοι. Το πριμ ή τη συνάδελφο τους. Κι όλα αυτά μέσα από μια μυστική ψηφοφορία. Απλές και καθαρές λύσεις δηλαδή. Έτσι παλεύοντας με την ανασφάλεια και την αδυναμία της να μην λυγίσει, προσπαθεί σε δυο μέρες και μια νύχτα, να συναντήσει τους συναδέλφους της και να τους πείσει να ψηφήσουν υπέρ της. Τους λέει πως έχει ανάγκη την δουλειά, πως θέλει να είναι μαζί τους κι όχι μόνη της με το επίδομα ανεργίας. Και βέβαια οι αντιδράσεις των συναδέλφων της ποικίλουν. Όπως ποικίλουν και οι ανάγκες του καθενός. Άλλοι θέλουν το πριμ για να προεκτείνουν το σπίτι τους κι άλλοι γιατί τα βγάζουν πέρα δύσκολα.
Κι εδώ βέβαια η ταινία σταματά να γίνεται πιστευτή. Γιατί αυτά συμβαίνουν μόνο στο σινεμά και γιατί τουλάχιστον εδώ στην Ελλάδα της κρίσης το συναίσθημα της αλληλεγγύης είναι τόσο ανεπτυγμένο που δεν θα υπήρχε καν δίλλημα. Οι εργαζόμενοι θα πραγματοποιούσαν μια συνάντηση με την εργοδοσία, θα την προειδοποιούσαν πως το δίλλημα είναι εκβιαστικό και δεν γίνεται αποδεκτό. Θα απαιτούσαν την πλήρη καταβολή του πριμ και την συνέχιση της εργασίας της συναδέλφου τους. Πιθανών θα το τραβούσαν και στα άκρα με κάποια απεργία, έχοντας στο πλευρό τους αλληλέγγυους συνδικαλιστικούς φορείς και οργανώσεις.  Οι σκηνοθέτες όμως είναι Βέλγοι. Και στη Δυτική Ευρώπη που δε γνωρίζουν καν τη λέξη «φιλότιμο», είναι συνηθισμένοι στην ανθρωποφαγία και τον κοινωνικό αυτοματισμό.
Φυσικά και αστειεύομαι. Τα παραδείγματα είναι τόσα πολλά που δεν προκαλεί καμία έκπληξη το θέμα της ταινίας. Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια η κρίση έκανε πάρα πολλούς πιο εγωιστές, πιο ατομικιστές και πιο βολεψάκηδες. Το πρόβλημα προϋπήρχε αλλά η κρίση ξεσκέπασε πολλές συμπεριφορές. Άδικα προσμέναν κάποιοι η κρίση να αναπτύξει το συναίσθημα της αλληλεγγύης. Η αλληλεγγύη δεν είναι κάτι που έρχεται ως φώτιση του αγίου πνεύματος. Η δράση των εργαζομένων και των φορέων τους παραμένει παλιά, αναποτελεσματική και ξεπερασμένη.
Η ταινία δεν είναι κάποιο αριστούργημα παρά την σπουδαία ερμηνεία της πανέμορφης Marion Cotillard. Είναι όμως σπουδαία γιατί βάζει τον κάθε  θεατή όχι στη θέση της πρωταγωνίστριας που χάνει τη δουλειά της, αλλά στη θέση του κάθε συναδέλφου της που έχει να επιλέξει. Καινούρια πλακάκια στο μπάνιο ή μια θέση εργασίας ακόμη. Θέρμανση και δίδακτρα για το παιδί, ή επιστροφή της συναδέλφου στην δουλειά.
Ίσως αν η ταινία ήταν Αμερικάνικη το τέλος να ήταν ένα ακόμη Happy End και να μη χρειαζόταν να προβληματιστούμε. Όμως αυτά συμβαίνουν μόνο στο σινεμά. Έτσι δεν είναι συνάδελφοι και συναδέλφισες?

Θ.Τ. 28/10/2010

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

Sur




Τόσο έντονα πολιτική και συνάμα ερωτική. Την έψαχνα χρόνια να τη βρω. Τα κατάφερα σήμερα. Από μια παλιά βιντεοκασέτα εγγραφή σε dvd. Σκοτεινή με κακό ήχο αλλά άξιζε τον κόπο και τα λεφτά της.
Πρώτη φορά την είδα στο «Μακεδονικό»  παρέα με μια φίλη. Φύγαμε στο διάλλειμα. Άρχισαν να δακρύζουν τα μάτια μου (λόγω δουλειάς) ο κόσμος πίστευε πως κάτι συνέβη κι αναγκαστήκαμε να φύγουμε στα μισά. Πήγα μόνος μου την επόμενη μέρα και την είδα μέχρι το τέλος. Την ξαναείδα στην τηλεόραση πριν λίγα χρόνια. Στην ΕΡΤ φυσικά.
Για ένα πράγμα έχω ζηλέψει τον Τσίπρα. Που στην επίσκεψη του στην Αργεντινή συναντήθηκε με τον Fernando E. Solanas. Σπουδαίος σκηνοθέτης.
Εδώ και χρόνια προσπαθώ ν αποφασίσω αν ο «Νότος» ή «Τα φτερά του έρωτα» του Βέντερς είναι η πιο αγαπημένη μου ταινία. Σήμερα αποφάσισα πως είναι ο «Νότος». Μάλλον μέχρι να ξαναδώ την  τόσο πρόωρα χαμένη Solveig Dommartin να αιωρείται σαν άγγελος.
Ο Νότος. Sur. Η ιστορία είναι απλή. Η δικτατορία στην Αργεντινή μόλις έχει τελειώσει. Ένα πολιτικός κρατούμενος βγαίνει μετά από 5 χρόνια από τη φυλακή και γυρίζει με τα πόδια στην παλιά του γειτονιά στην γυναίκα του και στο παιδί του.
Και τότε περνά από μπροστά μας ολόκληρη η ιστορία της Νότιας Αμερικής. Περνούν από μπροστά μας η φιλία, οι σχέσεις, ο έρωτας, η προδοσία, ο φασισμός.
Δρόμοι σκοτεινοί με τον αέρα να παρασέρνει προκηρύξεις, μια ομίχλη να σκεπάζει τους δρόμους και τα σπίτια και η μουσική του  Astor Piazzola με το γνωστό μπατονεόν να ντύνει τις εικόνες.
Ο νεκρός συνδικαλιστής που βαρέθηκε να είναι νεκρός γιατί δεν έχει κανένα ενδιαφέρον, το τραπέζι των ονείρων που οι άνθρωποι ονειρεύονταν μια άλλη Αργεντινή, ένα άλλο τρόπο ανάπτυξης και δημοκρατίας. Ο γέρος τραγουδιστής που ερωτεύεται τη λάθος γυναίκα, ο συνδικαλιστής πατέρας που έμεινε μια ζωή στην ψάθα αρνούμενος να συμβιβαστεί. Οι διώξεις οι εκπαραθυρώσεις, οι δολοφονίες, τα βασανιστήρια. Όλα περνούν μπροστά στα μάτια του Φλοράλ του πρωταγωνιστή και μαζί κι εμείς παρακολουθούμε σαν φαντάσματα στο σκοτάδι την επιστροφή του στο σπίτι.
Ο νεκρός φίλος του λέει όσα έχασε κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του. Για τον έρωτα που κινεί τα πάντα. Για τον εγωισμό που δηλητηριάζει κάθε σχέση. Η νύχτα μοιάζει ατέλειωτη. Η δημοκρατία επιστρέφει και ένα βυτίο ξεφορτώνει σκατά όλη τη νύχτα. Γέμισε ο τόπος σκατά και κάποιος πρέπει να καθαρίσει.
Ο γέρος οραματιστής μιας άλλης ζωής που δίνει τις πιο όμορφες απαντήσεις. Για τη ζωή στην γυναίκα του Φλοράλ : «Ο πόθος είναι αυτός που μας κινεί, η πιο αγνή ορμή. Τι μπορεί να είναι πιο σπουδαίο από τον πόθο να είσαι, να ξέρεις, να κάνεις. Από τον πόθο να δίνεις, ν αγαπάς. Καμία ενοχή για τον πόθο. Πρέπει να επιτρέψουμε στον εαυτό μας ν αγαπά. Ο έρωτας σε κάνει να ανθίζεις ακόμα και στον πόνο».
Ο ίδιος δίνει και την πιο όμορφη απάντηση μπροστά στους φασίστες που τον ρωτούν πως θα πραγματοποιήσουν όσα έχουν σχεδιάσει για μια άλλη οικονομία, μια άλλη δημοκρατία, μια καινούργια ζωή. Το σχέδιο τους για το Νότο. Με τι πόρους.  Κι εκείνος απαντά με απλότητα και σαφήνεια: «Ο πόθος, ο πόθος του λαού. Μην εγκαταλείπεις ποτέ. Να επιμένεις στον πόθο.» Κι όταν οι φασίστες δεν καταλαβαίνουν για πιο πράγμα μιλάει τους λέει πολύ απλά πως πρόκειται για «την παλιά λαχτάρα. Το όνειρο των ονείρων.»
Γι’ αυτό είναι σπουδαία ταινία. Και γι’ αυτό τόσο επίκαιρη.
«Γυρίζω στο Νότο, σαν κάποιος που πάντα γυρίζει στην αγάπη του. Γυρίζω σε σένα με τον πόθο και τους  φόβους μου. Κουβαλάω το Νότο, σα μοίρα  μέσα στην καρδιά μου. Είμαι από το Νότο, σαν την πνοή του ακορντεόν.» ακούγεται στο τέλος η φωνή του Roberto Goyeneche.

tselepis70@gmail.com

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

Εn arriere ruffian - En avant collegue

Κατά τον σεισμό του 1999 που έπληξε την Αθήνα, 39 εργαζόμενοι της Ρικομέξ θάφτηκαν στα συντρίμμια. Λίγα χρόνια αργότερα διάβασα στις εφημερίδες, για μια μερίδα εργαζόμενων στη Ρικομέξ που είχαν επιζήσει, να τα βάζουν με τους συγγενείς των θυμάτων που ζητούσαν αποζημιώσεις. Προσπαθούσαν να πιέσουν τους συγγενείς να μην προβούν σε δικαστικά μέτρα, γιατί η εταιρεία θα χρεωκοπούσε κι αυτοί θα έμεναν δίχως δουλειά.
Πριν ένα χρόνο περίπου, βρέθηκα στα δικαστήρια της Κατερίνης. Συνοδεύοντας κάποιο συγγενικό μου πρόσωπο, βρέθηκα ακροατής σε μια αίθουσα, που εκδικάζονταν μια εργατική υπόθεση. Δυο εργάτριες σε κάποια βιοτεχνία επίπλων, διεκδικούσαν έπειτα από την απόλυση τους, μισθούς κι επιδόματα, που δεν τους είχαν επιδοθεί. Ήταν σχετικά μεγάλες σε ηλικία, τα ρούχα τους ήταν φθαρμένα και τα μαλλιά τους είχαν καιρό να βαφτούν.  Ήταν ξαδέρφες και η μία κατέθετε στην υπόθεση της άλλης. Φαινόντουσαν φοβισμένες και προσπαθούσαν να αποδείξουν την «αθωότητα» τους, παρότι αυτές ήταν που διεκδικούσαν το δίκιο τους. Βλέπεις το αφεντικό είχε φέρει κάποιον άλλο συνάδελφο τους, που εργαζόταν ακόμα στην βιοτεχνία, να καταθέσει ούτε λίγο ούτε πολύ πως ήταν ασυνεπείς ως εργαζόμενες και πως το αφεντικό ήταν καλός και ως άνθρωπος και ως εργοδότης. Το σπουδαιότερο βέβαια επιχείρημα του, ήταν πως μπορεί να αργούσε κάποιες φορές στην πληρωμή, μα αν πάντρευες τα παιδιά σου, σου πουλούσε έπιπλα που εσύ βέβαια κατασκεύαζες με τη δουλειά σου, σε καλή τιμή και με μεγάλες ευκολίες. Οι γυναίκες τα έχασαν με όσα άκουγαν και είμαι σίγουρος πως πέρασε από το μυαλό τους η σκέψη να μην είχαν φτάσει ποτέ στα δικαστήρια υπομένοντας τον εξευτελισμό των όσων τις καταμαρτυρούσε ψευδώς  ο πρώην συνάδελφος τους.
Την Δευτέρα που μας πέρασε, στην Ευελπίδων,  βρέθηκα αντιμέτωπος με την μεγαλύτερη κατασκευαστική εταιρία στον κόσμο που την εκπροσωπούσε ένας λίγδας δικηγόρος μόνιμος υπερασπιστής εργοδοτών. Βρέθηκα αντιμέτωπος με μια έγγραφη κατάθεση στελέχους της εταιρίας, σύζυγος στελέχους οργάνωσης της εξοκοινοβουλευτικής Αριστεράς,  που αμείβονταν πριν 3 χρόνια με 15.000 ευρώ το μήνα. Τώρα δουλεύει σε άλλη μεγάλη πολυεθνική εταιρία σε σημαντική θέση με πλούσιο μισθό.
Βρέθηκα όμως και αντιμέτωπος, με μια πρώην συνάδελφο των γραφείων της εταιρίας που εργαζόμουν. Κατέθεσε πως η εταιρία έκανε τα πάντα για τους εργαζόμενους. Ήταν συνεπής και καλώς με απέλυσε. Πρόσθεσε δε πως η απόλυση μου ήταν δικαιολογημένη και δεν είχε σχέση με την -θου κύριε φυλακή τω στόματι μου- συνδικαλιστική μου δράση.
Είναι διαφορετικό να το διαβάζεις, να το βλέπεις και πολύ διαφορετικό να το ζεις. Να ζεις την κατάντια ενός νέου ανθρώπου που κάνει τα πάντα για μια θέση σε μια εταιρία. Την λυπήθηκα πραγματικά. Που «αναγκάστηκε» να κάνει κάτι τέτοιο. Την σκεφτόμουν  και συνεχίζω να την σκέφτομαι μετά το αρχικό σοκ. Προφανώς κάτι δεν έκανα σωστά ως πρόεδρος του Σωματείου εργαζομένων για να στραφεί τώρα εναντίον μου. Περισσότερο με πείραξε που όταν με είδε μπροστά της με χαιρέτησε με χαμόγελο και με ρώτησε τι κάνω. Σαν να μην συμβαίνει τίποτε. Δεν θα την ξαναδώ μάλλον ποτέ. Ίσως να μην κατάλαβε ακόμη πως τα λόγια της θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό αν μετά από όσα πέρασα, μετά από 3 μήνες απομόνωσης μου σε ένα κοντέινερ  από τους υπόλοιπους συναδέλφους μου, μετά την απαγόρευση της εταιρίας να εργαστώ, απολύθηκα δίκαια και όχι καταχρηστικά, εκδικητικά και παράνομα.
Αυτό που κρατάω είναι η αγάπη της Ουρανίας και του Αποστόλη που ταξίδεψαν για μένα από την Πάτρα και ήταν παρόντες στη δίκη. Που δέχτηκαν μόνο ένα καφέ κι αυτό με το ζόρι. Που γι αυτούς δεν είμαι «αδιάφορος» ούτε ως «συνδικαλιστής» ούτε ως άνθρωπος. 
Καλή τύχη στη ζωή σου Ι………και καλή καριέρα

tselepis70@gmail.com