Παρασκευή 15 Μαΐου 2015

Κάντο όπως ο Messi. - Δρόμος της Αριστεράς 9/5/2015



Παρακολούθησα την Πέμπτη που μας πέρασε τον ποδοσφαιρικό αγώνα ανάμεσα σε 2 μεγάλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις. Την Barcelona και την Bayern Munich. Δυο κολοσσοί πραγματικοί, που είναι κάτι περισσότερο από clubs. Εκπροσωπούν πόλεις, λαούς κι έχουν φίλους σε όλο τον κόσμο. Εταιρίες με τεράστιο τζίρο. Το μεγάλο παιχνίδι όμως γίνεται με τις εταιρίες ένδυσης. Απίστευτα ποσά πέφτουν στα πόδια των μεγάλων σταρ. Ποσά που δίνονται, για να ντύσουν τις ομάδες, με στολές και παπούτσια. Δεν είναι καθόλου τραβηγμένο να πει κάποιος, πως πλέον οι πραγματικοί ιδιοκτήτες των ομάδων είναι οι κολοσσοί των εταιριών αθλητικών ειδών.
Το παιχνίδι είναι απλό. Όταν η Nike επιλέγει τον Cristiano Ronaldo να φοράει τα δικά της παπούτσια, η Adidas προσφέρει τα πάντα στον σύγχρονο μεσσία Leo Messi για να χαϊδεύει την μπάλα με τα δικά της πατούμενα. Φροντίζουν να βρίσκονται σε ανταγωνιστικές ομάδες της ίδιας χώρας. Να προβάλλονται συνεχώς σε ατομικό επίπεδο, να δείχνουν προς τα έξω μια αντιπαλότητα. Μια αντιπαλότητα που φτάνει στα όρια της έχθρας κι ας απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Διαφημίσεις και φωτογραφίες με προσωπικές στιγμές στον τύπο και στο ίντερνετ, είναι καθημερινό φαινόμενο. Φυσικά δεν υπάρχει περίπτωση να βρεθούν ποτέ στην ίδια ομάδα. Δεν το επιτρέπουν οι χορηγοί.
Πριν λίγο καιρό συνόδεψα το γιο μου σε κάποιο μαγαζί με αθλητικά είδη στο κέντρο της πόλης. Ένα τεράστιο υπόγειο με πολλές νεαρές πωλήτριες. Είμαι σίγουρος πως ήταν ασφαλισμένες με 4ωρο κι ας δούλευαν όρθιες όλη τη μέρα. Με χαρτζιλίκι για μισθό και με υποχρεωτικό χαμόγελο προς τους πελάτες. Το μαγαζί ήταν γεμάτο με ποδοσφαιρικά παπούτσια. Ακόμη κι άσχετος να είσαι ήθελες να δοκιμάσεις κάποιο ζευγάρι. Πολύχρωμα, με τάπες για στεγνό χόρτο, με τάπες για βρεγμένο χόρτο, με σχάρα για πλαστικό. Απίστευτα χρώματα και σχέδια. Ζύγιζαν ελάχιστα και κόστιζαν πανάκριβα. Τα 150 ευρώ για ένα ζευγάρι που φοράει ο Messi θεωρούνταν ευκαιρία. Παπούτσια που κατασκευάστηκαν στην Taiwan στην India στην China. Ακόμη κι από μικρά παιδιά. Με 4 και 5 δολάρια την ημέρα για μισθό, σε άθλιες συνθήκες.
Το μαγαζί ήταν γεμάτο. Νεαρά παιδιά έμπαιναν, δοκίμαζαν, αγόραζαν. Κατά βάθος πιστεύουν πως αν φορέσουν το ανάλογο ζευγάρι παπουτσιών θα αποχτήσουν αρκετό από το ταλέντο των σούπερ-σταρ του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Το άσχημο με αυτά τα νέα παιδιά είναι πως περισσότερο θέλουν να γίνουν σταρ, παρά ποδοσφαιριστές. Δεν είναι η δίψα για μπάλα. Η τρέλα για το ποδόσφαιρο. Είναι το πρότυπο του σταρ, με το πανάκριβο σπορ αυτοκίνητο, το καλλίγραμμο μοντέλο για συνοδό, τα περίεργα κουρέματα και τα ατελείωτα τατουάζ. Μια ολόκληρη φιλοσοφία που δεν έχει καμία σχέση με τον αθλητισμό.
Στην Ελλάδα που όλα δημιουργήθηκαν στρεβλά δίχως κανόνες, το ποδόσφαιρο δεν θα αποτελούσε εξαίρεση. Οι μεγάλες ομάδες έχουν προέδρους υπόδικους. Για σύσταση εγκληματικών ομάδων. Για λαθρεμπόριο καυσίμων. Για παράνομο στοίχημα. Για ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Χορηγοί δεν υπάρχουν. Καμία σοβαρή εταιρία δεν θέλει να επενδύσει σε τούτο το βούρκο. Οι ομάδες δεν ενδιαφέρονται  να αναδείξουν ταλέντα. Κι όσα προκύπτουν απορείς για την αδυναμία τους να συντάξουν σωστά μια ολοκληρωμένη δήλωσε σε κάποιο ΜΜΕ μετά από κάποιο αγώνα.
Το ποδόσφαιρο πλέον σε όλο τον πλανήτη αποτελεί βαριά βιομηχανία. Αν κάποτε οι ομάδες δημιουργούνταν σε λιμάνια κι εργατουπόλεις, κανείς από τους ιδρυτές τους δεν θα μπορούσε να φανταστεί την σημερινή εξέλιξη. Οι λιμενεργάτες του Liverpool, οι σιδηροδρομικοί εργάτες του Manchester, οι κόκκινες στολές και τα κόκκινα λάβαρα δεν σημαίνουν τίποτε πλέον για κανένα. Σήμερα οι σημαίες της Nike, της Adidas, της Puma και των άλλων εταιριών είναι τα ιερά λάβαρα που κοσμούν τους ναούς του ποδοσφαίρου. Ναοί που πολλούς απ’ αυτούς παίρνουν ακόμα και το όνομα της αντίστοιχης εταιρίας. Είναι πολλά τα λεφτά βλέπεις.

tselepis70@gmail.com

Παρασκευή 8 Μαΐου 2015

Ο Παναγούλης ζει - Δρόμος της Αριστεράς Σάββατο 2/5/2015

Ήταν Πρωτομαγιά του 1976. Επιστρέφαμε στο σπίτι έπειτα από μονοήμερη εκδρομή στην εξοχή. Τότε που μικροί και μεγάλοι στοιβαζόμασταν σε μια καρότσα αγροτικού, τρέχαμε στα χωράφια, παίζαμε μπάλα, τρώγαμε κεφτεδάκια και γλεντούσαμε. Την θυμάμαι ακόμη εκείνη τη μέρα. Αν και ήμουν μόλις 6 ετών δεν θα ξεχάσω ποτέ το πρόσωπο της γιαγιάς μου όταν μας άνοιξε την πόρτα στην επιστροφή. Σπάνια την έβλεπα τόσο στεναχωρημένη. Μόλις μπήκαμε στο σπίτι δυο κουβέντες βγήκαν από τα χείλη της. «Έφαγαν τον Παναγούλη» μας είπε κι έπεσε βουβαμάρα. Δεν ήξερα ποιος ήταν ο Παναγούλης αλλά όταν είδα τους μεγάλους να βουβαίνονται κατάλαβα πως ήταν κάποιος πολύ οικείος και πολύ σπουδαίος άνθρωπος. Κάποιος δικός μας άνθρωπος.

Πέρασαν τα χρόνια κι έμαθα ποιος ήταν ο Παναγούλης. Στην αρχή από τα συνθήματα στους τοίχους. «Ο Παναγούλης Ζει». Μετά, από τα βιβλία της ιστορίας. Από τα γραπτά του. Από τις μαρτυρίες των δικών του ανθρώπων. Και γρήγορα σιγουρεύτηκα πως η γιαγιά δεν υπερέβαλε όταν χρησιμοποίησε τη λέξη «έφαγαν» τον Παναγούλη. Τον έφαγαν γιατί αγαπούσε τη ζωή. Όσο και τη δημοκρατία.

Αυτό που κράτησα από όσα έμαθα και διάβασα δεν ήταν οι απόψεις του οι πολιτικές, η σύντομη κοινοβουλευτική του δράση, η θέση του στην πολιτική. Ήταν η στάση του στα βασανιστήρια κι ο έρωτάς του με την πεθαμένη σήμερα Ιταλίδα δημοσιογράφο Οριάνα Φαλάτσι.

Τα βασανιστήρια που δέχτηκε από τη χούντα ήταν φρικτά. Ήταν αδύνατο κάποιος «φυσιολογικός» άνθρωπος να τα αντέξει. Ο ίδιος όπως κι άλλοι κρατούμενοι εφεύραν ένα τρόπο για να το κάνουν ευκολότερο. Εκνεύριζαν τους βασανιστές για να δέχονται τυφλά χτυπήματα που θα τους έκαναν να λιποθυμούν γρηγορότερα και να γλιτώνουν τα χειρότερα. Στην περίπτωση του Παναγούλη όπως και στις περιπτώσεις των αγωνιστών που βασανίστηκαν στις φυλακές και στα Μακρονήσια ένιωθα πάντα ένα δέος. Σκεφτόμουν τον εαυτό μου πώς θα άντεχε σε κάτι ανάλογο. Και μόνο με τη σκέψη έτρεμα. Το να αντέξεις τον πόνο, τον εξευτελισμό, την απομόνωση προϋποθέτει απίστευτες εσωτερικές δυνάμεις. Πίστη σε όσα παλεύεις και δύναμη. Δύναμη που σε κάνει να φτάνεις πολύ κοντά ακόμη και στο θάνατο, που καμιά φορά φαντάζει και λυτρωτικός. Έτσι αυτοί οι άνθρωποι πήραν μυθικές διαστάσεις μέσα μου και κέρδισαν τον απόλυτο σεβασμό και θαυμασμό μου.

Αυτό όμως που κάνει τον Παναγούλη ξεχωριστό για μένα είναι πως ακόμη και στα μαύρα χρόνια της χούντας εκείνος ζει σαν κανονικός άνθρωπος. Σα να μη συμβαίνει τίποτε. Γράφει ποιήματα κι ερωτεύεται, όπως δικαιούται δηλαδή κάθε άνδρας και γυναίκα σε τούτο τον πλανήτη. Αυτή του η στάση στη ζωή τον κάνει ακόμη πιο μεγάλο. Γιατί τελικά η αγάπη του για τη ζωή μαζί με την πίστη του για τη Δημοκρατία τον έκαναν αθάνατο.

Η σχέση του με τη Φαλάτσι έγραψε ιστορία. Ένας παθιασμένος έρωτας στα «χρόνια της χολέρας». Η Ιταλίδα δημοσιογράφος μόλις είχε γυρίσει από το Βιετνάμ. Μια αποστολή που θα αποτυπωθεί σε ένα υπέροχο βιβλίο για τον βρώμικο πόλεμο των Αμερικανών. Μια σπουδαία γυναίκα που θα του πάρει συνέντευξη και θα τον ερωτευτεί τρελά. Όπως τρελό ήταν και το γεγονός ότι σ΄ εκείνη τη συγκυρία και με τα τόσα προβλήματα ο Παναγούλης θα ζήσει κι αυτή την εμπειρία. Σε μια εποχή δύσκολη και βρώμικη όπως η σημερινή οι άνθρωποι καμιά φορά «ξεχνούν» να ερωτευτούν, «ξεχνούν» να ζήσουν. Η κρίση αντί να λειτουργήσει θετικά και να τους φέρει πιο κοντά τους απομακρύνει. Φοβούνται τον άλλο και κλείνονται στον εαυτό τους. Όμως ακόμη και σε περιόδους φρίκης οι δυο μαζί ζουν καλύτερα από τον έναν. Δεν θυμάμαι πού το διάβασα μικρός, αλλά δεν το ξεχνάω ποτέ.

Ναι, ο Παναγούλης όπως και όσοι παλεύουν για τη ζωή, ζουν για πάντα.



tselepis70@gmail.com

www.facebook.com/TheodorosTselepis