Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

Άξιζε τον κόπο; Δρόμος της Αριστεράς 28/03/2015

Σε λίγες μέρες (30 Μάρτη), συμπληρώνονται 63 χρόνια από εκείνο το ξημέρωμα Κυριακής του ΄52, που υπό το φως των προβολέων των αυτοκινήτων, θα εκτελούνταν ο Νίκος Μπελογιάννης και οι άλλοι 3 σύντροφοι του στο Γουδή
Σύμφωνα με την μαρτυρία της συντρόφου του Νίκου Μπελογιάννη Έλλης Παππά, τα τελευταία λόγια του προς εκείνη ήταν: «Πρέπει να ζήσεις. Για το παιδί, για την εκδίκηση». Για ένα παιδί, που ποτέ δε γνώρισε. Για ένα παιδί, που ποτέ δε χάρηκε το χάδι του πατέρα του. Που πήρε το όνομα του και το ρολόι του. Που σε όλη του τη ζωή, θα αναρωτιέται πως θα ήταν η ζωή του, αν το μετεμφυλιακό κράτος δεν δολοφονούσε τον πατέρα του. Θα αναρωτιέται σε όλη του τη ζωή, αν θα ήταν στοργικός, αυστηρός και δίκαιος. Αν θα έπαιζε μαζί του, αν θα τον πήγαινε βόλτες. Αν θα ζούσε να τον δει να παντρεύεται και ν αποχτά εγγόνια που θα είχαν τα όνομα του. Όπως είναι το σωστό κι όχι σαν εκείνον που του δώσανε το όνομα του πατέρα του, γιατί εκείνον τον είχανε σκοτώσει. Ερωτήματα που δεν θα βρουν ποτέ τους απάντηση. Και η μνήμη θα περιορίζεται σ ένα ρολόι χειρός και σε κάποιες φωτογραφίες, που δεν θ ανήκουν μόνο σ εκείνον μα σε ολόκληρο λαό. Ούτε καν μια «αποκλειστική» φωτογραφία λοιπόν.
Η Έλλη Παππά έζησε όμως από κοντά και τον έτερο «άγιο» του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, τον Νίκο Πλουμπίδη. Να πως περιγράφει την προσπάθεια του να δει έστω και για λίγο τον γιό του Δημητράκη, την περίοδο της παρανομίας του: «Ο Δημήτρης, ο γιος του, ήταν παιδάκι τότε. Ο πατέρας του δεν τον είχε δει ποτέ από την αρχή της παρανομίας. Λαχταρούσε να τον δει, έστω κι από μακριά. Έτσι ειδοποίησε τον Βρασίδα, τον αδερφό της Ιουλίας, της γυναίκας του, να φέρει το γιο του, σε ένα οικόπεδο, σε ένα άχτιστο μέρος στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Θα πηγαίναμε με ταξί μαζί με τον Πλουμπίδη προς το Θησείο και θα ανεβαίναμε τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Είχε κανονίσει να έχει ο Βρασίδας το παιδί κοντά στο δρόμο για να το δει από το αυτοκίνητο. Μπήκαμε λοιπόν στο ταξί και εγώ ζήτησα από τον οδηγό να πηγαίνει πιο σιγά: «Για να δούμε λίγο την Ακρόπολη, επειδή ο κύριος δεν είναι από την Αθήνα». Και ο ταξιτζής πήγε σιγά. Ο Δημήτρης ήταν εκεί, σχεδόν μπροστά μας, ένα παιδάκι που κλώτσαγε μια πέτρα.. Αυτή ήταν και η μοναδική φορά στη διάρκεια της παρανομίας που ο Πλουμπίδης είδε για λίγα δευτερόλεπτα κι από απόσταση το γιο του.»
Ο Δημητράκης μεγάλωσε κι έγινε αναπληρωτής καθηγητής ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά και συγγραφέας σχετικών με την δουλειά του βιβλίων. Σε κάποιο που επιμελήθηκε με τίτλο «Η κλεμμένη εφηβεία», ο συγγραφέας Stanislas Tomkiewicz, το προλογίζει ως εξής: «Εργάζομαι με εφήβους επειδή μου έκλεψαν την εφηβεία μου». Ο μικρός πρόλογος στα Ελληνικά είναι χαρακτηριστικός: «Σε αυτό το αυτοβιογραφικό βιβλίο που εναλλάσσει το χιούμορ με τη φρίκη, ο Stanislas Tomkiewicz χαράσσει τη διαδρομή που θα οδηγήσει το νεαρό αγόρι, που γεννήθηκε εβραίος και πολωνός, να γίνει ένας παγκόσμιος ειδικός σε θέματα νεανικής και εφηβικής ηλικίας.»
Πριν λίγες μέρες πάλι, στο Ριζοσπάστη υπήρχε μια μικρή αγγελία: «Η Δήμητρα Πέτρουλα αναζητά, μέσω του Ριζοσπάστη, αν υπάρχει συναγωνιστής σύντροφος του πατέρα της, Σωτήρη Πέτρουλα, αντάρτη του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ στη Λακωνία, που να έχει φωτογραφία του για να της παραχωρήσει αντίγραφο, επειδή η ίδια δεν έχει καμιά φωτογραφία του. Τον Σωτήρη Πέτρουλα το δολοφόνησε το μοναρχοφασιστικό καθεστώς, τον Απρίλη του 1948, μέσα στις φυλακές της Σπάρτης.» Όπως η ίδια δήλωσε σε μια συνέντευξη της «Η τελευταία φορά που αντίκρισε τον πατέρα της ήταν τον παγωμένο Γενάρη του 1946, όταν κοριτσάκι τριάμισι ετών, πέρασε δύο μέρες τριγυρίζοντας μόνη και νηστική ανάμεσα στα πτώματα της μάνας, των αδελφών της και άλλων τεσσάρων συγγενών που είχαν βασανιστεί και δολοφονηθεί μπροστά της». Καμία ζωντανή μνήμη. Ούτε καν μια φωτογραφία. Μόνο φρίκη και πόνος.
Έτυχε να γνωρίσω προσωπικά και να γίνω φίλος με 2 ανθρώπους, που έζησαν στην σκιά τέτοιων ηρώων πατεράδων. Στην μικρή κλειστή κοινωνία μια επαρχιακής πόλης που οι πατεράδες τους αποτελούσαν σύμβολο, δεν άντεξαν. Μου έδιναν πάντα την εντύπωση, πως πάλευαν με τον εαυτό τους. Πως στοιχειωμένοι από ένα όνομα «βαρύ», έπρεπε να δίνουν εξετάσεις στην καθημερινή τους ζωή. Και δεν το άντεξαν. Έφυγαν πολύ νωρίς, «αυτοκτονώντας» ουσιαστικά από τις επιλογές τους.
Κλείνοντας έχοντας πάντα κατά νου τις διαφορές στις περιπτώσεις, δεν μπορείς παρά να αναρωτηθείς κι εσύ όπως και η μάνα του Φύσσα: ««Δεν με ρώτησαν αν θέλω να θυσιάσω το παιδί μου, ούτε το ίδιο το παιδί το ρώτησαν. Γιατί να θυσιαστεί; Για ποιόν κόσμο να θυσιαστεί; Γι’ αυτόν τον κόσμο εδώ; Άξιζε τον κόπο; Ούτε αυτόν ρώτησαν, ούτε εμάς».
Μη βιαστείς ν΄ απαντήσεις…

Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

«Ο Κουβέλης που ήτανε η Κυβέλη»* Δρόμος της Αριστεράς

Εδώ και λίγο καιρό, συμβαίνουν διάφορα γεγονότα στην Αθήνα. Η αρχή έγινε με το κάψιμο περιπολικού στα Εξάρχεια, που είχε καλεστεί να διευθετήσει ένα τροχαίο. Συνεχίστηκε με το graffiti στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο, τις καταλήψεις στα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ, τα επεισόδια στα Εξάρχεια και το κάψιμο αυτοκινήτων και ολοκληρώθηκε (μέχρι νεωτέρας) με την κατάληψη στη Νομική και τον βανδαλισμό των αγαλμάτων. Μια σειρά από γεγονότα που έχουν κάποια σχέση μεταξύ τους, αλλά δεν ταυτίζονται και απόλυτα. Η κάθε «δράση», εξάλλου, έχει και διαφορετική κατάληξη.

Αν θεωρήσουμε ως απίθανο το γεγονός να έχει αναλάβει δράση το παρακράτος ώστε να δημιουργήσει προβλήματα στην κυβέρνηση, τότε χρειάζεται μια άλλη προσέγγιση των γεγονότων. Το παρακράτος βέβαια ποτέ δεν έπαψε να δρα στην Ελλάδα και δεν είναι καθόλου απίθανο να επιθυμεί να δημιουργήσει γεγονότα, που θα προκαλέσουν ένταση. Που θα απευθύνονται στον απλό «νοικοκυραίο» συμπολίτη μας. Που θα του προκαλούν φόβο και τρόμο για την αναρχία που κυρίευσε την πρωτεύουσα. Για την ανίκανη, αν όχι συνένοχη κυβέρνηση, που αδυνατεί να τον προστατέψει από τους βαρβάρους. Θεωρώντας όμως εντελώς «συνωμοσιολογική» αυτή την προσέγγιση, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Δεν ξέρω πόσο επαναστατική πράξη είναι το κάψιμο ενός περιπολικού, όταν καλείται να καταγράψει ένα τροχαίο. Με την ίδια λογική, όσοι δεν υπακούν στα φανάρια και περνούν με κόκκινο, είναι άνθρωποι αντισυμβατικοί, που δεν υπακούν στους κανόνες και ζουν ελεύθεροι. Τότε πραγματικά, όλοι αυτοί οι οδηγοί λεωφορείων του ΟΑΣΘ που παραβιάζουν καθημερινά το κόκκινο κινδυνεύοντας να με πατήσουν, θα μεγάλωσαν με Μπακούνιν και Κροπότκιν. Εγώ πάλι πιστεύω πως είναι καθάρματα που παίζουν με τη ζωή των επιβατών και τη δική μου.

Το graffiti στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο πάλι, ήταν άστοχο γιατί ήταν άσχημο. Αυτό βέβαια είναι καθαρά υποκειμενικό, αλλά θα προτιμούσα να χρησιμοποιήσω τις σκέψεις μιας φίλης, που με εκφράζει απόλυτα: «η εικαστική παρέμβαση είναι κάτι που θέλω να αποπνέει δημιουργία, απελευθέρωση και ανάταση. Αυτό που αντίκρισα το Σάββατο απόγευμα περπατώντας στην Πατησίων, μου έβγαλε μιζέρια και μια αντίδραση αποστροφής στο μάτι».

Οι καταλήψεις δε στα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ έγιναν για να καταργηθούν οι φυλακές τύπου Γ. Όμως πραγματικά, ήταν σαν να παραβίαζαν ανοιχτές θύρες. Είναι θέμα χρόνου η κατάθεση του νομοσχεδίου που θα ταχτοποιεί τέτοια ζητήματα όπως οι φυλακές τύπου Γ, η απελευθέρωση κρατουμένων βαριά άρρωστων όπως ο Σάββας Ξηρός κλπ. Άρα δεν υπήρχε λόγος να γίνουν. Εκτός κι αν απέβλεπαν σε πιθανή παρέμβαση της αστυνομίας, που θα αποδείκνυε πως και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια από τα ίδια. Ή πάλι έγιναν για να αποδείξουν πως οι αλλαγές στο νόμο έγιναν κατόπιν πίεσης του λαϊκού κινήματος.

Έτσι φτάνουμε στα επεισόδια με τα καψίματα στα Εξάρχεια και την κατάληψη στη Νομική. Πολλές φορές έχει περάσει από το μυαλό μου μια τρελή επιθυμία να ξεσπάσω. Να πετάξω μια πέτρα σε μια τράπεζα. Σ’ ένα από εκείνα τα πολυκαταστήματα που είναι πάντα ανοιχτά, έχουν τα πάντα και μου κλείνουν προκλητικά το μάτι ειρωνευόμενα τη φτώχεια μου. Και σίγουρα, δεν είμαι ο μόνος που έχει μια τέτοια επιθυμία. Συγκρατούμαι όμως όχι από φόβο, αλλά ξέροντας το πόσο μάταιο είναι όλο αυτό. Πως δεν οδηγεί πουθενά. Πως δεν αλλάζει ούτε μισή συνείδηση. Πως θα με εκτονώσει μόνο για μια στιγμή. Μα στα Εξάρχεια δεν κάψαν τράπεζες. Δεν κάψαν πολυκαταστήματα. Κάδους, βιτρίνες και αυτοκίνητα έκαψαν. Ελπίζοντας –ναι, ελπίζοντας– σε μια επέμβαση των ΜΑΤ που θα εισέβαλαν στην πλατεία.

Και φτάνουμε στην κατάληψη της Νομικής, που δεν έχει καμία λογική, και στους βανδαλισμούς των μνημείων. Εμένα όλη αυτή η κατάσταση ένα πράγμα μου βγάζει. Την αμηχανία και την αγωνία των αντιεξουσιαστών να δηλώσουν παρόντες. Και δρουν απλώς σπασμωδικά, προσπαθώντας να εκθέσουν τον ΣΥΡΙΖΑ, για μια πιθανή «αριστερή» παρέμβαση των δυνάμεων της καταστολής. Όμως είναι τόσο άναρχος αυτός ο χώρος, που βρίσκει καταφύγιο κάθε χουλιγκάνος που μπερδεύει την Κυβέλη με τον Κουβέλη. Και αποκεφαλίζει αγάλματα και λερώνει με σπρέι το πρόσωπο του Παλαμά. Κι αυτή η αμορφωσιά τους εκθέτει ανεπανόρθωτα.



* Ο τίτλος του κειμένου είναι κλεμμένος από σχόλιο φίλης στο facebook




www.facebook.com/TheodorosTselepis

Ο Βαρουφάκης, ο Γκάντι και ο πόλεμος Δρόμος της Αριστεράς

Έχει γίνει -σ΄ εμένα τουλάχιστον- φανερή το τελευταίο διάστημα, μια προσπάθεια απαξίωσης και χλευασμού του Γιάνη Βαρουφάκη και κατ’ επέκταση της ίδιας της κυβέρνησης. Τα παρακάτω παραδείγματα είναι πραγματικά πολύ χαρακτηριστικά και παρατίθενται χωρίς χρονολογική σειρά:

Σε δηλώσεις μετά το Ecofin μεταξύ άλλων, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών μίλησε για αφελή επικοινωνία από την πλευρά του Γιάνη Βαρουφάκη. Ο Βαγγέλης Βενιζέλος δήλωσε: «Έχουμε έναν υπουργό Οικονομικών που του αρέσει να ακούει τη φωνή του». Η Ντόρα Μπακογιάννη υποστήριξε ότι οι πολλές συνεντεύξεις του υπουργού Οικονομικών έχουν εκθέσει τη χώρα. Ο Κ. Καραγκούνης, εκπρόσωπος της Ν.Δ., κατηγόρησε τον Βαρουφάκη ότι «μόνος του γελοιοποιεί τη χώρα». Στο ενδιάμεσο υπήρξαν και διάφορα δημοσιεύματα που παρουσίαζαν τον πρωθυπουργό ως δυσαρεστημένο κι έτοιμο για την αντικατάστασή του από άλλο πρόσωπο για τη θέση του υπουργού Οικονομικών.

Τι κοινό υπάρχει σε όλες αυτές τις δηλώσεις; Το κοινό είναι η «απολίτικη» κριτική. Δεν είναι κριτική στις ιδέες και προτάσεις του υπουργού. Δεν έχουμε κριτική του τρόπου και της ουσίας της διαπραγμάτευσης, αλλά μια χλεύη προς το πρόσωπο του Βαρουφάκη και μια κριτική επικοινωνιακού χαρακτήρα. Τον θεωρούν αλαζόνα, ωραιοπαθή και ναρκισσιστή.

Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Ο Γιάνης Βαρουφάκης είναι ένας οικονομολόγος που ακόμη κι αν διαφωνείς μαζί του έχει ενδιαφέρον να τον ακούς. Είναι ολοφάνερο πως ξέρει το αντικείμενο πάρα πολύ καλά και δείχνει σ’ εμένα τουλάχιστον να έχει ένα ολοκληρωμένο στρατηγικό πρόγραμμα στο μυαλό του. Δείχνει και είναι ψύχραιμος, σέβεται τους αντιπάλους του και βαδίζει στο σχέδιό του βήμα-βήμα. Από την άλλη σου δίνει την εντύπωση πως είναι ο τύπος που ξέρει πως ξέρει και του αρέσει να το δείχνει προς τα έξω. Αυτό για να το κάνεις πρέπει να είσαι πολύ σίγουρος για τον εαυτό σου, να έχεις απίστευτες γνώσεις και να μην έχεις κανέναν ενδοιασμό να το επιδεικνύεις. Αυτόματα κινείσαι στα όρια της εγωπαθούς και ναρκισσιστικής συμπεριφοράς. Σε αντίθεση με κάθε λογής ψώνιο της πολιτικής, του αθλητισμού, του πολιτισμού και των καλλιτεχνικών που περιφέρουν επιδεικτικά το σαρκίο τους προσποιούμενοι κάτι εντελώς διαφορετικό από το απόλυτο τίποτα που δυστυχώς είναι.

Υπάρχει όμως και μια μερίδα ανθρώπων και πολλοί αριστεροί ανάμεσά τους που αδυνατούν ν’ αντιληφθούν την ύπαρξη ενός διαφορετικού τρόπου σκέψης περιχαρακωμένοι στις δικές τους «αλήθειες» που τις θεωρούν μοναδικές και αλάνθαστες. Με αποτέλεσμα να δηλώνουν πως «μιλάει πολύ αλλά δεν λέει τίποτα» ή να διαφωνούν μαζί του χαρακτηρίζοντάς τον ως «φούσκα» που θα οδηγήσει στην καταστροφή την κυβέρνηση και τη χώρα.

Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η «δημιουργική ασάφεια». Ερμηνεύτηκε ως δόλος των δύο πλευρών για να μπορούν να κοροϊδέψουν στην ουσία το ακροατήριό τους. Να ξεγελάσει ο καθένας από τη μεριά του το κόμμα του και κατ’ επέκταση το λαό του. Τι είναι όμως η περιβόητη «δημιουργική ασάφεια»; Πολύ απλά, είναι όλα όσα δεν έχουμε οριοθετήσει σε μια διαρκή διαπραγμάτευση και μπορεί ο καθένας να δίνει προς το παρόν τη δική του ερμηνεία. Είναι η προσπάθεια μέσα από τη δική του οπτική, ο καθένας να προσεγγίσει τα ζητήματα, με μια προοπτική προωθητικής σύνθεσης. Πιθανόν να μην οδηγήσει σε λύση αλλά βέβαια δε σημαίνει και σίγουρη αποτυχία. Έτσι, ηθελημένα ή άθελά τους κάποιοι πολεμούν την κυβέρνηση διαστρεβλώνοντας ή παραμορφώνοντας τις δηλώσεις και τις πράξεις της.

Αυτό που πραγματικά συμβαίνει σήμερα κατά την άποψή μου είναι αυτό που ο Μαχάτμα Γκάντι το εξέφρασε με το γνωστό «Πρώτα σε αγνοούν, μετά σε κοροϊδεύουν, μετά σε πολεμούν και μετά νικάς». Αυτό είναι που συμβαίνει με την κυβέρνηση, με τους υπουργούς και τον πρωθυπουργό. Ένα οργανωμένο σχέδιο αποδόμησης διά της πλαγίου οδού. Είμαστε στο στάδιο της χλεύης και του πολέμου. Μένει μόνο να νικήσουμε, αρκεί να μη φοβηθούμε πως θα χάσουμε.



www.facebook.com/TheodorosTselepis

Κυριακή 15 Μαρτίου 2015

Λορέντζο Σόνμπαρτ - Δρόμος της Αριστεράς 07/03/2015

Αν ο Λορέντζο Σόνμπαρτ ζούσε στην Ελλάδα θα ζούσε μερικές εβδομάδες περισσότερο. Ποιος είναι όμως ο Λορέντζο Σόνμπαρτ?  Είναι ο οπαδός της Μπρίζ στο Βέλγιο που ύστερα από 37 χειρουργικές επεμβάσεις και 20 χρόνια ταλαιπωρίας, αποφάσισε πως θα ήταν καλύτερο να μπει τέλος στη ζωή του, προκειμένου να ηρεμήσει ο ίδιος και τα αγαπημένα του πρόσωπα. Πριν όμως προχωρήσει στην ευθανασία που είχε αποφασίσει είχε μια τελευταία επιθυμία. Να δει για τελευταία φορά την ομάδα της καρδιάς του ν΄ αγωνίζεται στην έδρα της. Συνοδευόμενος από τη σύζυγο και την 7χρονη κορούλα του, ο Λορέντζο Σόνμπαρτ περπάτησε στον αγωνιστικό χώρο του "Γιαν Μπρέιντελ" πριν από τη σέντρα της αναμέτρησης με την Μουσκρόν και αποθεώθηκε από τους περίπου 20.000 θεατές.  Το “You never walk alone” γραμμένο σε πανό στις κερκίδες εννοούσε για πρώτη φορά ίσως κάθε του λέξη.
Είναι μόνο ένα παράδειγμα για τη σημασία του ποδοσφαίρου στη ζωή των ανθρώπων. Που μπορούν να είναι οικογενειάρχες και ταυτόχρονα οπαδοί. Να είναι επιχειρηματίες, ή εργάτες και ταυτόχρονα να μην χάνουν παιχνίδι της ομάδας τους. Στην ίδια κερκίδα μπορούν να συνωστίζονται δεξιοί κι αριστεροί, πλούσιοι και φτωχοί, λευκοί ή μαύροι, νέοι ή γέροι, γυναίκες ή άνδρες.
Στην κατεστραμμένη Ελλάδα που ζούμε, το ποδόσφαιρο περικλείει όλη τη βρωμιά και την διαπλοκή που ζήσαμε τα τελευταία 40 χρόνια. Πρόεδροι διαπλεκόμενοι, πολλοί απ’ αυτούς με βαριές κατηγορίες στην πλάτη τους, βιάζουν καθημερινά το πιο όμορφο άθλημα στον κόσμο. Στηριγμένοι στην ατιμωρησία, στην τηλεοπτική χρηματοδότηση, στα στημένα παιχνίδια και στη συνδιαλλαγή, αντιμετωπίζουν τον οπαδό ως στρατό υπεράσπισης των προσωπικών τους συμφερόντων. Η απόφαση για διεξαγωγή των αγώνων χωρίς φιλάθλους δεν τους στεναχώρησε καθόλου. Δεν απευθύνονται στον κόσμο. Δεν τους αφορά και δεν τον θέλουν στο γήπεδο. Θα συνέχιζαν για πάντα το πρωτάθλημα χωρίς κόσμο αν μπορούσαν. Αυτός που την πληρώνει είναι όσοι αγαπούν αυτό το παιχνίδι και η ζωή τους την Κυριακή γίνεται ομορφότερη πηγαίνοντας στο γήπεδο.
Οποιαδήποτε απόφαση καταπολέμησης της βίας στα γήπεδα, αν έχει μόνο σαν στόχο την τιμωρία όσων δημιουργούν επεισόδια, θα αποτύχει παταγωδώς. Η λύση βρίσκεται στην επιστροφή του κόσμου στα γήπεδα. Και για να γίνει αυτό, προϋποθέτει σύγκρουση.  Σύγκρουση με τους προέδρους των μεγάλων ΠΑΕ κι έλεγχος σε κάθε τους δραστηριότητα. Λαθρεμπόριο, μίζες, δουλειές με το δημόσιο, αμαρτωλά ΜΜΕ, είναι οι δραστηριότητες τους. Κάποιοι απ’ αυτούς, κατηγορούνται για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης. Από εκεί πρέπει να ξεκινήσει κάποιος. Σημαντικό ρόλο παίζουν επίσης ραδιόφωνα κι εφημερίδες, που ενισχύουν την τεχνητή πόλωση κι εξωθούν σε πράξεις βίας. Είναι αδύνατο να συντηρούνται και να συνεχίζουν να εκδίδονται τόσες πολλές αθλητικές εφημερίδες στην εποχή της κρίσης, χωρίς να κρύβεται κάτι σάπιο πίσω από την ιδιοκτησία βιτρίνα.
Αν επικεντρωθεί η προσπάθεια στην αστυνόμευση, θα χαθεί το παιχνίδι. Το να απαγορεύεις την μετακίνηση των οπαδών, είναι φασισμός. Αν δεν μπορείς να επιβάλεις την ισονομία και την επιβολή των νόμων, το κλείνεις μέχρι να βρεις τη λύση. Οι οπαδοί είναι άνθρωποι. Κι έτσι πρέπει ν αντιμετωπίζονται. Όχι σαν κάτι ιδιαίτερο και με το περιβόητο «ιδιώνυμο». Όσες λέσχες φιλάθλων ελεγχθούν και βρεθούν παράνομες, να κλείσουν και οι υπαίτιοι να πάνε φυλακή, αν πρέπει να πάνε. Κλείνουμε τα μάτια όμως, αν πιστεύουμε πως οι σύνδεσμοι είναι το πρόβλημα κι αν κλείσουν, ως δια μαγείας θα λυθεί το πρόβλημα της βίας. Θέλει τόλμη και μόνο η Αριστερά μπορεί να τολμήσει την σύγκρουση.

Υ.Γ. «Ήταν η μεγαλύτερη και τελευταία επιθυμία μου προτού πεθάνω. Ήθελα να δω ένα τελευταίο παιχνίδι ποδοσφαίρου...Τώρα μπορώ να πεθάνω ήσυχος. Θα πανηγυρίζω για την ομάδα μου από ψηλά» είπε ο Σόνμπαρτ.
Την επόμενη μέρα, έγινε η ευθανασία...


Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

Δρόμος της Αριστεράς

«Για αρχή καλά τα πήγες φίλε»

Ο φίλος μου ο Αλέκος εδώ και χρόνια ζει με μια γυναίκα μεγαλύτερη του, απότομη και αυταρχική. Η γυναίκα αυτή βγάζει περισσότερα χρήματα,  έχει μεγάλο σπίτι και ακριβό αυτοκίνητο κι όταν δέχτηκε να συγκατοικήσουν, έβαλε τους κανόνες της, που τους θεώρησε απαράβατους για όσο θα ζουν μαζί.  Η αλήθεια είναι πως του ζητούσε παράλογα πράγματα. Να μαγειρεύει, να πλένει, να συμμαζεύει, να καθαρίζει, να πετάει τα σκουπίδια πάντα αυτός. Και μόνο αυτός.
Έτσι  τα χρόνια περνούσαν κι ο φίλος μου ένοιωθε εγκλωβισμένος σ΄ αυτή τη σχέση. Πολλές φορές σκέφτηκε να τα παρατήσει, αλλά είχε ζήσει μαζί της πολλά χρόνια. Στην πορεία προέκυψε κι ένα παιδί που το αγαπούσε πολύ. Με το παιδί πίστεψε πως θα μπορούσε να την αλλάξει την «ξινή».
Όμως εκείνη παρέμενε το ίδιο σκληρή. Η ζωή της ήταν μόνο δείκτες, αριθμοί, υπολογισμοί και συμβάσεις. Μεγαλοστέλεχος τραπέζης γαρ. Το παιδί δεν την γλύκανε. Φρόντιζε πάντα να του αγοράζει τα ακριβότερα, αλλά ποτέ δεν ασχολήθηκε μαζί του. Και την τρέλαινε η ιδέα πως αγαπούσε τον πατέρα του τόσο πολύ. Βλέπεις ο φίλος μου, ασχολούταν συνέχεια μαζί του από μωρό. Αυτός το άλλαζε, αυτός το τάιζε, αυτός το κοίμιζε, αυτός έπαιζε μαζί του. Και το παιδί τον λάτρευε. Όταν έλεγα στον φίλο μου  πως η Μαρκέλλα δεν αλλάζει και πρέπει να φύγει, μου έλεγε πως δεν είναι η εποχή για συγκρούσεις.  
Είχε «επενδύσει» βλέπεις και τις οικονομίες μιας ζωής. Ήξερε πως αν έφευγε τώρα, θα έχανε όλα όσα είχε ξοδέψει για το μπάνιο, για τα καινούρια πλακάκια, για την κουζίνα, για τα έπιπλα. Τα οικονομικά του ήταν χάλια. Όσα έβγαζε έπρεπε να της τα ακουμπάει για τις ανάγκες του σπιτιού και για τον ίδιο δεν έμεναν παρά κάτι ψηλά. Οι κοινοί τους φίλοι, του έδιναν δίκιο όταν μιλούσαν κατ’ ιδίαν, αλλά μπροστά της έπαιρναν το μέρος της. Οι περισσότεροι βέβαια, ζούσαν από τα δανεικά της «ξινής». Κι έτσι έκαναν το κορόιδο.
Το τελευταίο διάστημα, ο Αλέκος άλλαξε. Κατάλαβε πως δεν πήγαινε άλλο. Είχε χάσει πια την αυτοεκτίμηση του. Το παιδί είχε μεγαλώσει κι άρχισε να καταλαβαίνει. Ένα βράδυ την περίμενε να γυρίσει από την δουλειά και της είπε όσα ποτέ του δεν μπόρεσε να ξεστομίσει. «Αν θέλει να συνεχίσουν να ζουν κάτω από την ίδια στέγη, θα τον σέβεται. Θα συμμετέχει και η ίδια στις δουλειές του σπιτιού, θα γυρίζει νωρίτερα κάποιες μέρες στο σπίτι και θα κρατάει περισσότερα χρήματα για τον ίδιο.»
Η Μαρκέλα τα έχασε. Στην αρχή έβαλε τις φωνές, τον απείλησε να τον πετάξει έξω με τις κλωτσιές, του είπε πως από την αρχή τα είχαν ξεκαθαρίσει αυτά τα πράγματα, αλλά στο τέλος, κατάλαβε πως ο χωρισμός της θα της κόστιζε πολύ περισσότερο στην εικόνα της «πετυχημένης», που είχε χτίσει με τόσο κόπο.
Τελικά ο Αλέκος δεν έφυγε. Εξάλλου ποτέ του δεν ήθελε να φύγει από το σπίτι και πάντα μου το έλεγε. Πέτυχε όμως, να συμμετέχει κι εκείνη στις δουλειές του σπιτιού -έστω και λιγότερες μέρες από εκείνον- και να γυρίζει τουλάχιστον μια μέρα νωρίτερα στο σπίτι, για να την βλέπει το παιδί. Για τα χρήματα του είπε πως θα κρατάει περισσότερα, αλλά θέλει να ξέρει και που τα ξοδεύει. Εκείνος συμφώνησε, αλλά της είπε πως θα ήθελε να το ξανασυζητήσουν σε λίγους μήνες, αν όλα κυλήσουν ομαλά.
Την άλλη μέρα με πήρε τηλέφωνο. Μου είπε: «Ξέρω πως δεν την συμπαθείς. Και με το δίκιο σου. Κι εγώ πολλές φορές θέλω να την πνίξω. Όμως για πρώτη φορά, νοιώθω αξιοπρεπής και δυνατός για να παλέψω. Για μένα και για το παιδί μου». Το έκλεισε βιαστικά .Ίσως φοβόταν την αντίδραση μου. Ίσα που πρόλαβα να του πω «για αρχή καλά τα πήγες φίλε».


Δρόμος της Αριστεράς

Je suis ό,τι να 'ναι

Τα γεγονότα είναι λίγο πολύ γνωστά. Αξίζει όμως να τα αναφέρουμε με τη σειρά που έγιναν και να τα σχολιάσουμε. Η Αυγή δημοσίευσε μια γελοιογραφία που απεικονίζει τον Σόιμπλε με στολή της  Βέρμαχτ να λέει «εμείς επιμένουμε στο σαπούνι από το λίπος σας. Είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε το λίπασμα από τις στάχτες σας».
Η πρώτη αντίδραση ήρθε από την Εβραϊκή κοινότητα. Το σχόλιο της ήταν: «Κάποιες πτυχές της Ιστορίας, απλά δεν προσφέρονται για χιούμορ, πρέπει να στέκονται πολύ πιο ψηλά από την εφήμερη χρήση για λόγους φτηνής κατανάλωσης»
Ο σκιτσογράφος απάντησε πως: « Η γελοιογραφία δεν έχει ως στόχο να κάνει τους ανθρώπους να γελάσουν. Είχε πολύ πόνο, πολλή οργή και στόχο το ακριβώς αντίθετο»
Στη συνέχεια είχαμε την τοποθέτηση  του εκπροσώπου του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας: «Υπάρχει η αρχή της ελευθερίας της έκφρασης. Θα κάνω κι εγώ χρήση αυτής της ελευθερίας, εκφράζοντας την γνώμη πως "η γελοιογραφία είναι άθλια και ο καλλιτέχνης αυτής της καρικατούρας θα πρέπει να ντρέπεται"».
Στην κοινοβουλευτική ομάδα του Σύριζα ο Αλέξης Τσίπρας δήλωσε για το γεγονός: «δεν μας εκφράζει το προκλητικό πολιτικό μήνυμα που εξέπεμψε μια ατυχής γελοιογραφία που απεικόνιζε τον Σόιμπλε με στολή ναζί. Ήταν μια ατυχέστατη στιγμή που δεν εκφράζει σε καμία περίπτωση την ελληνική κυβέρνηση και τον ελληνικό λαό».
Έχουμε λοιπόν ένα σκίτσο, μια κοινότητα, ένα εκπρόσωπο του Γερμανικού υπουργείου Οικονομικών και τον Έλληνα πρωθυπουργό να σχολιάζουν και να κριτικάρουν ένα σκίτσο που δημοσιεύτηκε στην «κυβερνητική» εφημερίδα της αριστεράς, την Αυγή.
Η δική μου άποψη είναι πως είναι δικαίωμα του καθενός να σχολιάζει, να κριτικάρει, να αμφισβητεί κάθε ιστορικό γεγονός. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να απαγορεύσει σε κάποιο σκιτσογράφο, να εκφραστεί ελεύθερα, να σατιρίσει πολιτικά πρόσωπα, ιστορικά γεγονότα και θρησκευτικά σύμβολα ακόμη κι αν δε συμφωνεί κανείς, με το περιεχόμενο της σάτιρας που  γίνεται. Τα γεγονότα στη Γαλλία είναι εξάλλου πολύ πρόσφατα, για να διαφωνήσει κάποιος μ΄ αυτό. Έτσι θεωρώ απαράδεκτη τη στάση της Ισραηλινής κοινότητας. Που απαγορεύσει πάντα στον οποιοδήποτε, την όποια κριτική, πολύ δε περισσότερο αμφισβήτηση, ενός κατά τα άλλα συγκλονιστικού ιστορικού γεγονότος.
Θεωρώ όμως απόλυτα δικαιολογημένη την αντίδραση των Γερμανών και του Έλληνα πρωθυπουργού. Η ερώτηση είναι απλή. Είναι ναζί η εκλεγμένη κυβέρνηση της Γερμανίας? Αν θεωρούμε πως είναι ναζί, τότε ζούμε σε κατοχή και απόλυτα δικαιολογημένη η στάση του σκιτσογράφου και αδικαιολόγητη η αντίδραση των υπολοίπων. Όμως δεν ζούμε σε κατοχή. Τουλάχιστον δεν ζούμε ανάλογη με αυτή που ζήσαν οι παππούδες και οι πατεράδες μας. Ο Σύριζα δεν είναι το ΕΑΜ κι εμείς δεν είμαστε στο βουνό με το όπλο στο χέρι. Έχουμε απέναντι μας την ΕΕ και όχι μόνο την Γερμανία, αν και ασκεί ηγεμονική πολιτική. Είναι το εκλεγμένο πολιτικό προσωπικό των συμφερόντων της Ευρώπης, που ασκούν την πιο ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική. Είναι προσβολή στα θύματα του Ναζισμού, να θεωρούμε ναζί μια εκλεγμένη κυβέρνηση από το Γερμανικό λαό. Ακόμη κι αν είναι αδίστακτοι, είναι απλά καπιταλιστές σύντροφοι. Ο αγώνας που δίνουμε είναι και πατριωτικός, γιατί θέλουμε να αποφασίζουμε εμείς για την πολιτική που θα ασκούμε στη χώρα μας κι όχι τα ξένα συμφέροντα. Αλλά ως εκεί. Γιατί θέλουμε να ταυτιζόμαστε με ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος? Γιατί νιώθουμε την ανάγκη να προσδώσουμε κάτι ηρωικό σε ότι κάνουμε σήμερα με βάση των ηρωισμό των προγόνων μας? Είναι από μόνες τους ιστορικές οι στιγμές που ζούμε. Είναι πολύ απλά τα πράγματα. Δε νομίζεται?