Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Μπάρμπα Γιάννη Κούρασες* -Δρόμος της Αριστεράς-

«Δεν τον πάω καθόλου τον χοντρό – Αν τον δω κρεμασμένο, δεν θα κόψω το σχοινί». Αυτή ήταν η δήλωση του Γιάννη Μπουτάρη για τον υπουργό Άμυνας Πάνο Καμμένο. Η δήλωση δεν με εξέπληξε. Με εξέπληξε το γεγονός πως κάποιοι σοκαρίστηκαν. Όμως αυτό δεν θέλει πάντα ο μπάρμπα Γιάννης; Αυτό δεν επιζητά; Να «σοκάρει». Κι έτσι ξέροντας καλά τα αντανακλαστικά της κοινής γνώμης το κάνει συνέχεια.

Σε άλλη περίπτωση θα μπορούσε κάποιος να πει πως ο δήμαρχος δεν φοβάται να πει τη γνώμη του ανοιχτά κι έχει το θάρρος να συγκρούεται με την κοινή γνώμη. Να πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα γιατί το επιβάλλει η συνείδησή του. Όμως δεν είναι έτσι.

Ο Γιάννης Μπουτάρης όταν εκλέχθηκε έδωσε ανάσα στην πόλη. Ίσως η δραματική εμπειρία με τη δημαρχία Παπαγεωργόπουλου και των προκατόχων του έριξε τον πήχη χαμηλά. Οποιαδήποτε αλλαγή θα έδινε ελπίδα προοπτικής στην πόλη. Έπειτα από αρκετά χρόνια διοίκησης του Δήμου από ό,τι πιο συντηρητικό, καθυστερημένο και διαπλεκόμενο θα φάνταζε επαναστατικό.

Όμως, ποιος πραγματικά ήταν ο δήμαρχος της Θεσσαλονίκης; Ένας τίμιος αστός. Ένας καλλιεργημένος άνθρωπος. Ένας χορτασμένος κοσμοπολίτης. Τι δείχνει να είναι σήμερα; Ένα κουρασμένο γεροντάκι, δίχως όραμα, που το μοναδικό του άγχος είναι να βρίσκεται στην επικαιρότητα. Ξέρει πολύ καλά να το πετυχαίνει έχοντας σαν σύμμαχο τα αμαρτωλά ΜΜΕ. Ξέρει πώς θα προκαλέσει με δηλώσεις για θέματα δευτερεύοντα. Αυτά που δεν θίγουν κανένα πολιτικό ζήτημα. Αυτά που δεν σπάνε αυγά. Και το κάνει μιλώντας για την γκέι παρέλαση, για το σπίτι του Κεμάλ, για την εβραϊκή κοινότητα. Ποντάροντας στα συντηρητικά ανακλαστικά του πιο καθυστερημένου κομματιού της πόλης που κυριαρχεί κυρίως στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Έτσι πετυχαίνει να δείχνει υπερεπαναστάτης και να έχει άπλετη δημοσιότητα. Ως πότε όμως το σκουλαρίκι, το τατουάζ, οι γυμνές φωτογραφήσεις και η ροκ εμφάνιση θα κρύβουν τη γύμνια του δημάρχου;

Γιατί, τι άλλο εκτός από γύμνια είναι η παραδοχή του και το κλαψιάρικο παραπονεμένο βλέμμα του όταν κατηγορούσε τους εργολάβους του μετρό γιατί δεν του έδειχναν τα σχέδια; Ότι δεν τον ενημέρωναν για τα χρονοδιαγράμματα και την πορεία που θα ακολουθούσε; Και τι έκανε εκτός από το να παραπονιέται σαν παιδάκι που δεν το παίζουνε; Μήπως τους σταμάτησε; Μήπως ξεσήκωσε τον τόπο; Μήπως οργάνωσε τον κόσμο της Θεσσαλονίκης για διεκδίκηση των αυτονόητων; Όχι, απλά δήλωσε την αδυναμία του.

Η πόλη σήμερα είναι βρώμικη, με γειτονιές στα ανατολικά και δυτικά της που υποβαθμίστηκαν και φυτοζωούν. Με κακή συγκοινωνία, με αφόρητο κυκλοφοριακό πρόβλημα. Με κατάληψη κάθε σπιθαμής πεζοδρομίου από παράνομα τραπεζοκαθίσματα που κάνουν αδύνατη την κυκλοφορία των πεζών.

Ο δήμαρχος όμως προτιμά να εμφανίζεται να κάνει δηλώσεις φωτοβολίδες και να αντιδρά σε οποιαδήποτε ακτιβίστικη δράση. Αξέχαστο το πλάνο της προσπάθειάς του να κατεβάσει πανό νεολαίων. Πλάνο που έδειχνε την αντίδραση ενός γερασμένου ανθρώπου που τα έβαζε με τη νεολαία.

Πολλοί πέσαν στην παγίδα να του κάνουν κριτική από τα αριστερά, για κάτι που δεν ήταν ποτέ. Ο Γιάννης Μπουτάρης κατά βάθος είναι ένας συντηρητικός άνθρωπος. Δυστυχώς, τα πολύχρωμα πουκάμισα και το νεανικό στυλ κρύβουν αυτό που πραγματικά είναι. Όμως η πόλη κουράστηκε Μπάρμπα Γιάννη γιατί εσύ την κούρασες με την ανυπαρξία σου.

* Το μπάρμπα Γιάννης δεν κρύβει την παραμικρή ειρωνεία. Εξάλλου, όλοι έχουμε κάποιο μπάρμπα στην οικογένεια που κάποια στιγμή μας απογοήτευσε.



tselepis70@gmail.com


www.facebook.com/TheodorosTselepis

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Μια ιστορία που την ακούς στις ειδήσεις καθημερινά…Δρόμος της Αριστεράς Σάββατο 18/04/2014


Ήταν άλλη μια κουραστική μέρα στη δουλειά. Ευτυχώς τα πράγματα πηγαίναν από το καλό στο καλύτερο και άξιζε  τον κόπο αυτή η κούραση. Πάρκαρε το τζιπ του στο υπόγειο γκαράζ, πήρε τις τσάντες με τα δώρα για τα παιδιά, τα λουλούδια για τη γυναίκα του και το ακριβό κόκκινο κρασί, για το μεσημεριανό τραπέζι. Ανέβηκε με το εσωτερικό ασανσέρ και χτύπησε το κουδούνι. Του άνοιξε η γυναίκα του, γιατί τα παιδιά του έπαιζαν στην πισίνα. Την φίλησε και κάθισε στον καναπέ. Στα πόδια του ήρθε ο σκύλος. Ήθελε χάδια και βόλτες το καημένο. Το καλό με τον σκυλάκο, ήταν πως βρήκαν τι έφταιγε οι γιατροί, του άλλαξαν την τροφή με μια πιο ακριβή και φινετσάτη και του πέρασαν οι αδιαθεσίες.
Άνοιξε την  τηλεόραση και έψαξε για ειδήσεις. Έπεσε επάνω σε κάποιο ρεπορτάζ για τα μακρινή Ελλάδα. Μιλούσαν για χρεοκοπία, για φτώχεια, για φασίστες ρατσιστές που δολοφονούν μετανάστες, για την αριστερή κυβέρνηση της χώρας. Χαμήλωσε τη φωνή για να μην ακούσει η γυναίκα του. Δεν θέλει και πολύ ν΄ αλλάξει γνώμη και να αναβάλλουν το ταξίδι για Ελλάδα.
Κάθισαν στο τραπέζι και η κουβέντα αυτόματα πήγε στο αυριανό τους ταξίδι. Ήταν όλα κανονισμένα. Μόνο η γυναίκα του είχε ακόμη κάποιες επιφυλάξεις. Τι τους έπιασε τώρα και ήθελαν ν΄ αφήσουν μια στρωμένη ζωή στη Συρία, για την Ελλάδα της κρίσης. Μια ζωή με πλούτη, δίχως άγχος, με ανέσεις. Κι όμως πήραν την απόφαση να τα αφήσουν όλα αυτά και να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα. Είχαν κλείσει θέση με κάποιο σαπιοκάραβο, δεν θα έπαιρναν μαζί τους τίποτε και θα ξεκινούσαν τα χαράματα. Είχαν βάλει σκοπό της ζωής τους, να ζήσουν την περιπέτεια. Ήταν πλέον της μόδας αυτά τα ταξίδια με τα πρακτορεία δουλεμπόρων. Συρία, Αφγανιστάν, Πακιστάν, ολάκερη η Αφρική, συμμετείχαν στο παιχνίδι “live your myth in Greece”.  Παρατούσαν στρωμένες ζωές, δουλειές κερδοφόρες, χώρες με ειρήνη και γαλήνη και επιβιβάζονταν στα σαπιοκάραβα για την Μεσόγειο. Είχαν ακούσει βέβαια για πνιγμούς, για κρατικούς υπαλλήλους που τους έπνιγαν, για στρατόπεδα συγκέντρωσης, για υστερίες των ντόπιων που μισούσαν τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Δεν έδιναν σημασία και πίστευαν πως είναι ακόμη μια άθλια προπαγάνδα των κυβερνήσεων τους, για να τους αποτρέψουν από το ταξίδι.
Στην Ελλάδα της κρίσης, ένας αντίστοιχος νοικοκύρης οικογενειάρχης, ζούσε μια ήσυχη ζωή. Την προηγούμενη εβδομάδα, Μεγάλη Εβδομάδα για τους Χριστιανούς Ορθόδοξους, νήστευε και ξημεροβραδιαζόταν στην εκκλησία. Έφαγε την μαγειρίτσα του, έψησε το αρνάκι του, αντάλλαξε δώρα με τους δικούς του, μα κάτι του χαλούσε την διάθεση. Όχι δεν ήταν που δεν είχε δουλειά. Αυτό το είχε πάρει απόφαση πια. Δεν ήταν που δεν είχε λεφτά και αναγκαζόταν πάλι να δανειστεί. Δεν ήταν που τον ενοχλούσαν καθημερινά από την τράπεζα για το δάνειο. Δεν ήταν που ζούσε με τον φόβο να μη χρεοκοπήσει η Ελλάδα. Δεν καταλάβαινε τι σήμαινε αυτό, αλλά για να το λένε τα κανάλια, δίκιο θα έχουν. Κι ας μην είχε τίποτε να χάσει, γιατί τίποτε δεν του είχε απομείνει. Τελικά ήξερε τι του έφταιγε. Ήταν αυτές οι εικόνες στην τηλεόραση, με όλους εκείνους τους αλλόθρησκους  μαύρους λαθρομετανάστες, που κατέκλισαν την χώρα του. Αυτό τον ενοχλούσε.
Υ.Γ. Αν η παραπάνω ιστορία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, τότε η πραγματικότητα έχει πρόβλημα. Πάντως, αν καταστραφούμε ως χώρα γιατί θα δώσουμε ένα πιάτο φαΐ σε όλους αυτούς, της γης τους κολασμένους, αξίζει να καταστραφούμε βρε αδερφέ. Αρκεί να παραμείνουμε Άνθρωποι.
tselepis70@gmail.com

Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Μιλώντας στον γιο μου για την κρίση


Όλοι εμείς που είμαστε γύρω στα 40, άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο, βιώνουμε την κρίση ίσως με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Είμαστε σε ηλικία που οι περισσότεροι έχουμε κάνει οικογένεια, έχουμε τελειώσει από καιρό με τις σπουδές, είχαμε βρει τον επαγγελματικό μας προσανατολισμό πριν διαλυθεί το σύμπαν. Είμαστε σε ηλικία που έχουμε εμπειρία, αλλά κοστίζουμε ακριβά στην αγορά εργασίας. Είμαστε σε τέτοια ηλικία που δεν «μπορούμε» να μεταναστεύσουμε, αλλά και αρκετά μακριά από τη σύνταξη. Είμαστε γενικώς, όσοι βρεθήκαμε και χωρίς δουλειά, σε φάση «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα». Στην ηλικία λοιπόν των 40, οι περισσότεροι, έχουμε παιδιά στην εφηβεία, που είτε πηγαίνουν ακόμη σχολείο είτε πέρασαν σε κάποια σχολή.
Η εφηβεία είναι μια δύσκολη ηλικία. Μια δύσκολη φάση στη ζωή του ανθρώπου. Και σε περιόδους κρίσης γίνεται ακόμη πιο δύσκολη και πιο περίπλοκη και για τα παιδιά αλλά και για τους γονείς. Τα  προηγούμενα χρόνια επικράτησε η άποψη πως ένα πτυχίο θα εξασφάλιζε ένα αξιοπρεπές μέλλον. Μετά, το πτυχίο έγινε μεταπτυχιακό και στο τέλος διδακτορικό .Έπειτα περάσαμε σαν κοινωνία τη φάση της σίγουρης σχολής. Δηλαδή των σχολών που σου εξασφάλιζαν αυτόματα μεροκάματο. Έτσι, στρατιωτικές και αστυνομικές σχολές έγιναν πρώτη προτεραιότητα. Τα παιδιά σταμάτησαν να ονειρεύονται και προσγειωνόντουσαν στην σκληρή πραγματικότητα. Οι γονείς επέβαλαν ουσιαστικά την «επιλογή» τους τρομοκρατώντας τα με τον μπαμπούλα της ανεργίας.  Τα τελευταία χρόνια ήρθε η μετανάστευση. Τα πτυχία και τα μεταπτυχιακά δεν πήγαν χαμένα και χιλιάδες παιδιά βρήκαν μια δουλειά στο εξωτερικό, ακόμη και με προτροπή των ίδιων των γονιών τους. Με πολύ καλούς μισθούς αρκετά απ’ αυτά κι άλλα με μισθούς που τα βγάζουν ίσα ίσα πέρα με τις βασικές τους ανάγκες.
Έχουν γίνει έρευνες που μιλάν με αριθμούς και στοιχεία για το πώς αντιλαμβάνονται οι νέοι την κρίση, πώς τους αγγίζει, τι συναισθήματα τους προκαλεί, από πού ενημερώνονται και σε τι ελπίζουν. Δεν υπάρχει κάποιος λόγος να τα επαναλάβω.
Για μένα σημαντικό είναι να δούμε πώς εμείς οι γονείς μιλάμε στα παιδιά μας για την κρίση. Έχουμε καταλάβει την ευθύνη που έχουμε απέναντι στα παιδιά μας για το πώς τους μιλάμε για την κρίση? Το πώς την αντιμετωπίζουμε εμείς, έχουμε καταλάβει πόσο επιδρά στη δική τους ζωή? Και φυσικά δεν μιλώ για την αντιμετώπιση της κρίσης οικονομικά, αλλά κυρίως ψυχολογικά και συναισθηματικά.
Αλήθεια, τι θα κερδίσω αν του επιβάλω τις επιλογές μου στην συμπλήρωση του μηχανογραφικού του σημειώματος? Αν καταφέρω τη δική μου ανασφάλεια για το μέλλον του, να του την περάσω ως δική του επιλογή για τη σχολή που θα επιλέξει? Γιατί έχω δικαίωμα να το αποτρέψω από το να πραγματοποιήσει το όνειρο του να γίνει σκηνοθέτης, για παράδειγμα, επιλέγοντας στο τέλος να γίνει αστυνομικός της γειτονιάς; Γιατί η δική μου η συμβολή δεν πρέπει να σταματάει στην συζήτηση για τα υπέρ ή τα κατά της δικής του επιλογής, με βάση την οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα σήμερα?  Ίσως το μόνο που θα καταφέρω να είναι να το κάνω δυστυχισμένο και μόνιμα θυμωμένο για την επιλογή του, που δεν ήταν καθόλου δική του τελικά.
Τι ελπίδα δίνω σε ένα παιδί των 17 χρόνων, όταν του παρουσιάζω μόνο την μαύρη πλευρά της πραγματικότητας? Όταν όλη τη μέρα το βομβαρδίζω με τα δικά μου άγχη και αδιέξοδα? Αλήθεια, πώς δε θα χαθεί ό,τι πολυτιμότερο έχει ένας  έφηβος σ΄ αυτή την ηλικία? Το πιο πολύτιμο πράγμα που έχουν οι νέοι είναι η ελπίδα και τα όνειρα για το μέλλον. Οι δικοί μας γονείς μάς φόρτωναν με την ευθύνη ν΄ αγωνιστούμε γιατί είμαστε νέοι και πρέπει να τα καταφέρουμε. Παρατημένοι, παραδομένοι και διαψευσμένοι από τη δική τους ζωή περίμεναν από μας θαύματα. Και τα θαύματα σπανίζανε κι εκείνοι απογοητεύονταν.
Το να περιγράφεις την πραγματικότητα σ’ έναν έφηβο είναι αναγκαίο. Το να του επιβάλεις τη δική σου απαισιοδοξία για το μέλλον, στο οποίο δε θ’ αλλάξει τίποτε και τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα, είναι έγκλημα. Τα παιδιά πρέπει να γνωρίζουν την αλήθεια και τη γνωρίζουν τις περισσότερες φορές. Αλλά, κυρίως, πρέπει να νιώθουν και την ελπίδα. Την πίστη πως μπορούν να τα καταφέρουν, ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες. 
Υπάρχουν παιδιά που με τη στάση τους γίνονται τα ίδια στήριγμα για τους γονείς τους. Παίρνουν κυριολεκτικά τη θέση τους και οι ρόλοι αντιστρέφονται. Είναι όμως  πολύ άδικο κι επικίνδυνο  για τα παιδιά. Κι αυτό συμβαίνει, όταν βλέπουν τους γονείς τους να καταρρέουν από το βάρος της κρίσης. Ας σταθούμε στα πόδια μας, λοιπόν, οι γονείς, όχι μόνο για τη δική μας ζωή που καταρρέει, αλλά και για τη ζωή των παιδιών μας που κινδυνεύει από μια δική μας κατάρρευση. Γιατί και η ήττα είναι μέσα στο παιχνίδι της ζωής, αρκεί να έχεις δώσει νωρίτερα τη μάχη. Κι αυτό το καταλαβαίνουν τα παιδιά μας.

Καλή Ανάσταση


Πάντα τις μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας μου έρχεται στο νου αυτό που έχει γράψει ο Μενέλαος Λουντέμης για το κοινό της εκκλησίας. Έγραφε λοιπόν σε κάποιο του βιβλίο πως το κοινό της εκκλησίας χωρίζεται σε δύο μέρη. Σε αυτούς που είναι έξω από την εκκλησία και ζητούν μια ελεημοσύνη για να ζήσουν και στους άλλους εντός της εκκλησίας που ζητούν την βασιλεία των ουρανών για μια καλύτερη ζωή μετά θάνατον. Αν το σκεφτεί κανείς, οι «έξω» σε σχέση με τους «μέσα», ζητούν το ελάχιστο κατέληγε ο μεγάλος συγγραφέας.
Στα χρόνια της κρίσης, η αλήθεια είναι πως αυξήθηκαν και οι δυο πλευρές. Υπάρχει κόσμος που στράφηκε στους ναούς για να βρει βοήθεια από το Θεό στα προβλήματα που του παρουσιάστηκαν. Να προσευχηθεί για μια δουλειά, για ένα μεροκάματο, για να μη χάσει το σπίτι του.
Όμως πλέον και οι «ζητιάνοι» που συναντούσαμε μικροί όταν μας περιόδευαν από επιτάφιο σε επιτάφιο οι μανάδες μας, αυτές τις μέρες στους δρόμους και στα προαύλια των εκκλησιών, είναι καθημερινό φαινόμενο. Κι αν τότε ήμασταν το λιγότερο υποψιασμένοι πως μπορεί και να παίζανε θέατρο ποντάροντας στην ανθρώπινη ευαισθησία λόγω των ημερών, σήμερα δε σου αφήνει τέτοια περιθώρια η πραγματικότητα.
Η Μεγάλη Εβδομάδα ακόμα και για όσους δεν πιστεύουν στον Θεό, έχει τη δική της ομορφιά. Είναι η άνοιξη που έχει μπει, οι μυρωδιές και τα χρώματα που αλλάζουν την διάθεση. Είναι η χιλιοπαιγμένη σειρά του Τζεφιρέλι  για τον «Ιησού από τη Ναζαρέτ» που μας έκανε να κλαίμε από συγκίνηση κάθε βράδυ στην τηλεόραση. Είναι  οι ύμνοι της Μεγάλης Παρασκευής και το δράμα της μάνας που χάνει το γιό της. Είναι ο χαλβάς, τα τσουρέκια και το βάψιμο των αυγών. Η ελπίδα πως φέτος θα βρούμε το κατάλληλο αυγό που θα τους συντρίψει όλους. Η μαγειρίτσα, τα βαρελότα και το σούβλισμα του αρνιού. Μα πάνω από όλα είναι η ελπίδα για Ανάσταση
Σήμερα και με όσα ζούμε, οι μόνοι ίσως που νιώθουν δικαιωμένοι και ήσυχοι για τις επιλογές τους είναι οι Χριστιανοί και οι οπαδοί του ΚΚΕ. Οι μεν χριστιανοί θεωρούν πως όλα είναι θέλημα Θεού και προσμένουν τη Δευτέρα Παρουσία που όλοι θα κριθούμε. Οι οπαδοί του ΚΚΕ πάλι, έχουν εναποθέσει όλες τους τις ελπίδες στην δικτατορία του κόμματος του προλεταριάτου και με τη στάση τους θεωρούν τα πάντα μάταια σε τούτο τον καπιταλιστικό κόσμο που ζούμε. Ευτυχισμένοι στη νιρβάνα τους οι μεν και οι δε, δεν έχουν κανένα λόγο για ν΄ ανησυχούν και ν΄ αμφιβάλουν.
Υπάρχει όμως και μια μερίδα ανθρώπων που διακατέχονται από το άγχος της προβολής της αθεΐας τους. Ξεχνούν πως αυτός που πιστεύει πρέπει να αποδείξει  τι πιστεύει και όχι αυτός που δεν πιστεύει σε τίποτε. Έτσι φτάνουν σε ακρότητες και σε χλευασμό όσων παραμένουν πιστοί σε κάποια θρησκεία. Εγώ πάλι επέλεξα το δρόμο του «δεν με αφορά». Ακριβώς. Δεν με αφορά και δεν με απασχολεί αν υπάρχει Θεός. Δεν καθορίζω τη ζωή μου ούτε με το φόβο αλλά ούτε και με την ελπίδα της «κρίσεως». Δεν μπερδεύω την πίστη με το βίο των παπάδων ψάχνοντας για άλλοθι για τη στάση μου. Κι έχω πάντα κατά νου αυτό που έλεγε ο Β. Ραφαηλίδης: «Αν πίστευα, θα ήμουν Χριστιανός Ορθόδοξος, γιατί η Ορθόδοξη εκκλησία έκανε τα λιγότερα εγκλήματα σε σχέση με τις άλλες εκκλησίες» Και με τη συνείδηση μου ήσυχη, περιμένω την «ανάσταση» το βράδυ του Σαββάτου για να φάω τη μαγειρίτσα, αλλά κυρίως την Ανάσταση ολόκληρου του λαού, που θα έρθει με πολύ κόπο κι έπειτα από μια μακριά κι ατέλειωτη Μεγάλη Παρασκευή.
tselepis70@gmail.com & www.facebook.com/TheodorosTselepis