Ξεκίνησα με την ελπίδα πως η βροχή θα ξεκινούσε. Είχα πάρει την απόφαση να περπατήσω από τον παλιό
σταθμό να βγω στο λιμάνι και να ανέβω στην Τσιμισκή.
Έστριψα στην Πίψου -τι περίεργο όνομα για οδό- που είναι καλντερίμι και θυμήθηκα τη λεωφόρο
Στρατού. Μετά την έφαγε ο εκσυγχρονισμός και το ξήλωσαν. Και το βλέμμα μου
έπεσε στην ταμπέλα ενός μαγαζιού. «Πιζάμες» Εγώ γιατί επιμένω ακόμα να το
προφέρω «μπιτζάμες»?
Συνέχισα προσμένοντας τη βροχή. Μου αρέσει να περπατάω στη
βροχή. Δίχως ομπρέλα. Στις αρχές ντρεπόμουν όσους με κοίταγαν περίεργα. Μετά το
συνήθισα.
Τι ακριβώς ήθελα να πω? Αυτό ακριβώς. Ότι το μυαλό μου όταν
περπατώ στους δρόμους μοιάζει με ασανσέρ. Ανεβοκατεβαίνει στους ορόφους της
μνήμης μου δίχως καμία λογική. Πιάνεται από ταμπέλες, από πρόσωπα, από δρόμους,
από βιτρίνες, από τα πλακάκια του πεζοδρομίου. Και θυμάται πρόσωπα, ιστορίες,
γεγονότα.
Βλέπω την ταμπέλα από ένα εγκαταλειμμένο κτίριο. Είναι
γεμάτος ο τόπος από τέτοια.
«IZOLA» έγραφε. Θυμάμαι το πλυντήριο της μάνας μου. Τον
θόρυβο που έκανε. Τη σκόνη του πλυντηρίου που έκρυβε τα σοκολατάκια. Τζοκόντα.
Με φουντούκι
Τι ήθελα να πω? Δεν θυμάμαι. Δεν βγάζω νόημα. Συνεχίζω να
περπατάω.
Στον παλιό σταθμό είδα το σπίτι που έμενε ο σταθμάρχης. Στο
ίδιο σπίτι έμεινε ο Βενιζέλος. Ο Ελευθέριος. Το ΄16. Πριν λίγα χρόνια το μετακίνησαν. Το έβαλαν
πάνω σε ράγες. Έπρεπε να μεγαλώσουν τον
δρόμο. Σκέφτομαι πως είναι τελικά πιο εύκολο σήμερα να μετακινήσεις ένα κτίριο
από το να μετακινήσεις κάποιον απ τις ιδέες του.
Βγήκα στα δικαστήρια. Παντού μπάτσοι. Κλούβες, μηχανές,
ασφαλίτες. Μια πόλη στρατοκρατούμενη. Τι φοβούνται? Τι φυλάνε? Θυμάμαι τον Π.
Μου έλεγε πως ονειρεύεται τη μέρα που θα ξεκουμπιστεί η ακροδεξιά συμμορία και
γυμνόστηθα κορίτσια θα πανηγυρίζουν έξω από το αστυνομικό τμήμα του Λευκού
Πύργου. Ωραία σκηνή. Εντελώς σουρεαλιστική.
Λιμάνι. Ερυθρός σταυρός. Θυμάμαι τον «Λιμανιώτη». Τη βραδιά
που είδαμε ζωντανά τον Τάκη Μπίνη. Να τραγουδά στο πάλκο. Σήμερα η περιοχή έχει
κλαμπ Δυνατή μουσική ποτά μπόμπες και καλλίγραμμες κοπέλες που είναι σχεδόν
ντυμένες.
Κάνω σλάλομ και περνάω απέναντι. Πλατεία Ελευθερίας. Το
μνημείο για τους Εβραίους της πόλης που εξολοθρεύτηκαν από τους Ναζί. Μα τι
κάνουν σήμερα? Δεν καταλαβαίνω. Συμπεριφέρονται οι ίδιοι σαν Ναζί στη Λωρίδα
της Γάζας. Δεν καταλαβαίνουν πως τα παιδιά που βλέπουν τα αδελφάκια τους να
ξεκοιλιάζονται από τις βόμβες είναι οι αυριανοί εκδικητές? Πότε θα σταματήσει
αυτό? Τελικά είναι ένας λαός που του αρέσει να μεγαλώνει με το παραμύθι του
κατατρεγμένου. Τρέφονται με την ιδέα πως είναι κυκλωμένοι από εχθρούς. Και
προσπαθούν να ισοπεδώσουν τα πάντα γύρω τους. Το μόνο που καταφέρουν είναι να
γεννούν μίσος.
Τι ήθελα να πω? Δεν θυμάμαι.
Συνεχίζω να περπατώ στην Τσιμισκή τώρα πια. Εικόνες και
σκέψεις περνούν από το μυαλό μου με απίστευτη ταχύτητα. Σχεδόν σε κάθε γωνία
κάποιος άστεγος διακινεί τη «Σχεδία». Ντρέπομαι να τον κοιτάξω. Αγόρασα μία.
Μόλις είχε βγει Στις αρχές του μήνα. Το έπραξα το καθήκον μου. Μπορώ να ελπίζω
στην βασιλεία των ουρανών σαν καλός χριστιανός.
Φτάνω στο σπίτι. Βάζω το κλειδί στην εξώπορτα. Αρχίζει να
ψιχαλίζει. Στο τσακ γαμώτο σκέφτηκα. Κρίμα. Μου αρέσει να περπατώ στη βροχή
δίχως ομπρέλα. Την νιώθω σαν λύτρωση. Μου ξεπλένει το μυαλό.
Ίσως αύριο να ξανάβρέξει. Τι καιρός κι αυτός. Μια φθινόπωρο
μια καλοκαίρι.
Τι ήθελα να πω? Δεν
θυμάμαι. Έφτασα σπίτι. Άλλη μια κανονική μέρα.
Θ.Τ. 26/07/2014 tselepis70@gmail.com
Τα είπες όλα μη ξέροντας τι θέλεις να πεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌλα είναι στο δρόμο, στη κίνηση, στην αλλαγή, με ή χωρίς βροχή.
Περπάτα...